ἀναστάτης

ἀναστάτης
ἀναστάτης
masc nom sg
ἀ̱ναστάτης , ἀναστατέω
carry off
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναστατέω
carry off
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναστατήρ
destroyer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναστάτης — ἀναστάτης, ο (Α) [ανίστημι] ο καταστροφέας …   Dictionary of Greek

  • ἀναστατῶν — ἀναστάτης masc gen pl ἀναστατέω carry off pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀναστατήρ destroyer masc gen pl ἀναστατόω unsettle pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀναστατόω unsettle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστάτην — ἀναστάτης masc acc sg (attic epic ionic) ἀναστατήρ destroyer masc acc sg (attic epic ionic) ἀναστά̱την , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • αναστατικό — το [αναστάτης] ξένο χωράφι που το καλλιεργεί κάποιος με τη συμφωνία να πάρει ένα μέρος από τα προϊόντα …   Dictionary of Greek

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • ἀναστάτου — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut gen sg ἀναστάτης masc gen sg ἀναστατήρ destroyer masc gen sg ἀ̱ναστάτου , ἀναστατόω unsettle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναστατόω unsettle pres imperat act 2nd sg ἀναστατόω unsettle… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστάτω — ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνάστατος made to rise up and depart masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀναστάτης masc gen sg (attic epic ionic) ἀναστατήρ destroyer masc gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναστάτω ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”